στειροποιώ

στειροποιώ
-έω, Ν
στειρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στείρος + -ποιώ (< -ποιός*). Το ρ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στειροποίηση — η, Ν στείρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < στειροποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. στειροποίησις, μαρτυρείται από το 1892 στον Π. Αποστολίδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”